- στενάγματος
- στέναγμαsighneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οά — ὀᾱ (Α) (ποιητ. σχετλιαστικό επιφών.) ουαί, φευ, αλίμονο («ὀᾱ, ὀᾱ, στενάγματος τοῡδε μὴ πόλις πύθηται», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Επιφώνημα που συνδέεται φωνολογικά προς το γνωστό επιφώνημα οὐκί*] … Dictionary of Greek